ὑδροκήλη

ὑδροκήλη
ὑδρο-κήλη, ,
A water in the scrotum, hydrocele, Gal.7.729, Gloss.; cf. ὑγροκήλη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑδροκήλη — water in the scrotum fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροκήλη — η / ὑδροκήλη, ΝΑ ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού στη σχισμοειδή κοιλότητα τού ιδίου ελυτροειδούς χιτώνα τού όρχεως, που εμφανίζεται υπό μορφή διογκώσεως σημαντικών, συχνά, διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • υδροκήλη — η συσσώρευση κιτρινωπού υγρού μεταξύ των δύο πετάλων του ελυτροειδούς χιτώνα του όρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροκηλῶν — ὑδροκήλη water in the scrotum fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροκήλην — ὑδροκήλη water in the scrotum fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροκήλης — ὑδροκήλη water in the scrotum fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροκηλικός — ή, ό / ὑδροκηλικός, ή, όν, ΝΜΑ [υδροκήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική αυτός που πάσχει από υδροκήλη μσν. αρχ. ο κατάλληλος για τη θεραπεία τής υδροκήλης …   Dictionary of Greek

  • σαρκοϋδροκήλη — η, Ν ιατρ. σαρκοκήλη σε συνδυασμό με υδροκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + υδροκήλη] …   Dictionary of Greek

  • υδροκηλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκήλη (βλ. λ.): Υδροκηλικά φάρμακα. 2. αυτός που πάσχει από υδροκήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροκήλας — ὑδροκήλᾱς , ὑδροκήλη water in the scrotum fem acc pl ὑδροκήλᾱς , ὑδροκήλη water in the scrotum fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hidrocele — (Del gr. hydor, agua + kele, tumor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Acumulación de líquido en una cavidad, especialmente en la túnica vaginal del testículo. * * * hidrocele (del lat. «hydrocēle», del gr. «hidrokḗlē») m. Med. Acumulación de… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”